Wednesday, December 07, 2011

[Εγω Γλυτωσα]

Καταγραφη figment, νουμερο εικοσι τρια, τιτλος "Εγω Γλυτωσα" [ή αλλιως "Παλι"]
      
                  [μουσικη    και    παμε]
                 [κι αν τελειωσει, ξαναπαταμε]

Ερχονται κι αυτες οι μερες ρε παιδι μου που θες τοσο πολυ να γινεις ο αλλος.
Οχι αυτος ο αλλος, οχι αυτος που σου εχει απαλλοτριωσει την καρδια, οχι ο ερωτας, δε λεω αυτον.
Λεω αυτον τον αλλο, το μεγαλο, τον τυπου ινδαλμα, που με το εργο του και τη ζωη του, σου εχει κρατησει μια καποια συντροφια στις δυσκολες στιγμες.
Καθενας μας εχει εναν τετοιον αλλο. Ο οποιος να διευκρινησω πως δεν ανηκει στην κατηγορια των ασυζητητι τιτανομεγιστων διανοουμενων της ιστοριας, δεν ειναι ας πουμε ο Ντοστογιεφσκι, ο Μαρκες, ο Καμυ και οι λοιποι.
Ανηκει σ' αυτους τους αλλους,τους και του αλωνιου και του σαλονιου, τους καλοσπουδαγμενους απογονους με την εμμονη στην καψουρα, τους λουμπεν sui generis.



Εγω, λοιπον, αυτο το παθαινω με τη Μαλβινα Καραλη.
Κατι που ειμαι σε ενα συναισθηματικο μεταιχμιο αυτον τον καιρο, κατι που μου τη θυμισαν τις προαλλες και δυο φιλοι, ε και δεν κρατηθηκα: ξανακυλησα.Την ξαναδιαβασα και την ξαναδιαβασα, την τιμησα και στο γιουτουμπ...
Οποτε περναω αυτο το συναισθηματικο σταδιο, κατα το οποιο εχεις ξεπερασει τις ελπιδες σου για τη δημιουργια καποιου βαθυστοχαστου αριστουργηματος με θεμα "τι ειναι ο ανθρωπος,τι ειναι ο ερωτας", που εχεις ξερασει απο μεσα σου και τα τελευταια υπολειμματα αυτης της ματαιοδοξης ελπιδας και θες να το γλεντησεις τον καημο σου, εγω τοτε σκεφτομαι την Καραλη. Απο τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου, απο τοτε ακομα που ημουν συναισθηματικα -κυριως- ανηλικη με θυμαμαι να τη σκεφτομαι.

Παντα με εντυπωσιαζε το χουι της να φτιαχνει δικες της λεξεις. Να κοροϊδευει την αθηναϊκη διανοια και την ντεμεκ δυσκολη γλωσσσα που χρησιμοποιει, με γλωσσολογικα οξυμωρα. Να δοκιμαζει τις αντοχες εαυτου και αλληλων, τοποθετωντας διπλα σε "σημαντικες" λεξεις τα αυτοσχεδια ή και οχι καλιαρντα της.
Και ολη αυτη η θρησκευτικη αφοσιωση και η αυτιστικη πιστη που και η ιδια ομολογουσε οτι ειχε στον ερωτα...Ανατριχιλα.
Εχω την αισθηση οτι η Καραλη ανηκε σ' αυτη την ολιγαριθμη κατηγορια ανθρωπων, στο προσωπο των οποιων καθετι καθισταται τρισδιαστατο.Λεξεις και αντικειμενα με γνωστη και καθημερινη χρηση, διπλα σε τετοιυς ανθρωπους, επιβεβαιωνονται.
Δεν ξερω αν μπορω να το εξηγησω ακριβως, προκειται για μια αισθηση κυριως.Ειναι πχ σα να λες "περασε η Ταδε και μου ζητησε τσιγαρο" κι ολοι να καταλαβαινουν τι εννοεις, αλλα αν πεις "περασε η Καραλη και κρατουσε ενα τσιγαρο", οχι μονο καταλαβαινουν, αλλα βλεπουν και το τσιγαρο..
Μπορει και να υπερβαλλω, ποιος ξερει.

Ερχονται, λοιπον, αυτες οι μερες που θες τοσο πολυ να γινεις ο αλλος. Δηλαδη οχι ακριβως να γινεις, αλλα που νιωθεις αυτη τη διακριτικη συγγενεια στις λεπτομερειες. Που ανακουφιζεσαι μ'αυτη τη γλυκια διαψευση της μοναδικοτητας σου.
Αυτες οι μερες εμενα με ξεκολλανε απο τη λασπη. Ως εκει. Με ξεκολλανε απο τη λασπη. Δε με ξεπλενουν κι απ'αυτην -ασφαλως και οχι, μαλλον το αντιθετο: με συμφιλιωνουν με εκεινη. Με τη λασπη μου, με τη δικια μου την καταδικια μου λασπη, με τα παραπονα μου και τα προβληματα μου, με τις δυσκολιες μου και με τις ευχες μου, με τις καλες και -κυριως- τις κακες συνηθειες μου, με την κασκαντερικη σταση μου στον ερωτα, με την ντραμα κουιν που -νομιζω ή που οντως- κρυβω μεσα μου,με το τρας που ντρεπομαι να παραδεχτω πως μου κανει παρεα απο καιρου εις καιρο, με το αυταποδεικτο του "εγω ειμαι" και τη ματαιοτητα του να το αποδειξω, με τα γαμοσταυρα και τα καλογουστα μου, με αυτα που εν ολιγοις ειτε καλοκρυβω ειτε καταπινω, διακινδευοντας να τα μετατρεψω στον καρκινο μου.

Κι ετσι καταφερνω να με δω απο αποσταση, να με γραψω λιγο εκει που δεν πιανει μελανι και να με σουλουπωσω, να με συμμαζεψω καπως για να μπορω να εξακολουθησω κι αμα λαχει να γινω και καλυτερη. Ή και χειροτερη, που ειναι μαλλον και πιο δυσκολο και πιο γοητευτικο.
Αλλα πρωτα και πανω απ' ολα, για να μπορω να ειμαι ετοιμη για οταν θα ερθει ο επομενος, ο μεγαλος ο ατελειωτος ο ολοκληρωτικα δικος μου για οσο αντεξει ερωτας. Παντα με την αγωνια στο ματι μηπως ο προηγουμενος ηταν αυτος ο ενας ο σωστος και γω τα σκατωσα και τοτε "πενθος αμετακλητο μετα"..

Καληνυχτα.


Πάλι

της Μαλβίνας Κάραλη

      Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.
 Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
 «Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».
 Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.
 Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»
 Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.
                       
 [Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157]

No comments: