Wednesday, December 07, 2011

[Εγω Γλυτωσα]

Καταγραφη figment, νουμερο εικοσι τρια, τιτλος "Εγω Γλυτωσα" [ή αλλιως "Παλι"]
      
                  [μουσικη    και    παμε]
                 [κι αν τελειωσει, ξαναπαταμε]

Ερχονται κι αυτες οι μερες ρε παιδι μου που θες τοσο πολυ να γινεις ο αλλος.
Οχι αυτος ο αλλος, οχι αυτος που σου εχει απαλλοτριωσει την καρδια, οχι ο ερωτας, δε λεω αυτον.
Λεω αυτον τον αλλο, το μεγαλο, τον τυπου ινδαλμα, που με το εργο του και τη ζωη του, σου εχει κρατησει μια καποια συντροφια στις δυσκολες στιγμες.
Καθενας μας εχει εναν τετοιον αλλο. Ο οποιος να διευκρινησω πως δεν ανηκει στην κατηγορια των ασυζητητι τιτανομεγιστων διανοουμενων της ιστοριας, δεν ειναι ας πουμε ο Ντοστογιεφσκι, ο Μαρκες, ο Καμυ και οι λοιποι.
Ανηκει σ' αυτους τους αλλους,τους και του αλωνιου και του σαλονιου, τους καλοσπουδαγμενους απογονους με την εμμονη στην καψουρα, τους λουμπεν sui generis.



Εγω, λοιπον, αυτο το παθαινω με τη Μαλβινα Καραλη.
Κατι που ειμαι σε ενα συναισθηματικο μεταιχμιο αυτον τον καιρο, κατι που μου τη θυμισαν τις προαλλες και δυο φιλοι, ε και δεν κρατηθηκα: ξανακυλησα.Την ξαναδιαβασα και την ξαναδιαβασα, την τιμησα και στο γιουτουμπ...
Οποτε περναω αυτο το συναισθηματικο σταδιο, κατα το οποιο εχεις ξεπερασει τις ελπιδες σου για τη δημιουργια καποιου βαθυστοχαστου αριστουργηματος με θεμα "τι ειναι ο ανθρωπος,τι ειναι ο ερωτας", που εχεις ξερασει απο μεσα σου και τα τελευταια υπολειμματα αυτης της ματαιοδοξης ελπιδας και θες να το γλεντησεις τον καημο σου, εγω τοτε σκεφτομαι την Καραλη. Απο τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου, απο τοτε ακομα που ημουν συναισθηματικα -κυριως- ανηλικη με θυμαμαι να τη σκεφτομαι.

Παντα με εντυπωσιαζε το χουι της να φτιαχνει δικες της λεξεις. Να κοροϊδευει την αθηναϊκη διανοια και την ντεμεκ δυσκολη γλωσσσα που χρησιμοποιει, με γλωσσολογικα οξυμωρα. Να δοκιμαζει τις αντοχες εαυτου και αλληλων, τοποθετωντας διπλα σε "σημαντικες" λεξεις τα αυτοσχεδια ή και οχι καλιαρντα της.
Και ολη αυτη η θρησκευτικη αφοσιωση και η αυτιστικη πιστη που και η ιδια ομολογουσε οτι ειχε στον ερωτα...Ανατριχιλα.
Εχω την αισθηση οτι η Καραλη ανηκε σ' αυτη την ολιγαριθμη κατηγορια ανθρωπων, στο προσωπο των οποιων καθετι καθισταται τρισδιαστατο.Λεξεις και αντικειμενα με γνωστη και καθημερινη χρηση, διπλα σε τετοιυς ανθρωπους, επιβεβαιωνονται.
Δεν ξερω αν μπορω να το εξηγησω ακριβως, προκειται για μια αισθηση κυριως.Ειναι πχ σα να λες "περασε η Ταδε και μου ζητησε τσιγαρο" κι ολοι να καταλαβαινουν τι εννοεις, αλλα αν πεις "περασε η Καραλη και κρατουσε ενα τσιγαρο", οχι μονο καταλαβαινουν, αλλα βλεπουν και το τσιγαρο..
Μπορει και να υπερβαλλω, ποιος ξερει.

Ερχονται, λοιπον, αυτες οι μερες που θες τοσο πολυ να γινεις ο αλλος. Δηλαδη οχι ακριβως να γινεις, αλλα που νιωθεις αυτη τη διακριτικη συγγενεια στις λεπτομερειες. Που ανακουφιζεσαι μ'αυτη τη γλυκια διαψευση της μοναδικοτητας σου.
Αυτες οι μερες εμενα με ξεκολλανε απο τη λασπη. Ως εκει. Με ξεκολλανε απο τη λασπη. Δε με ξεπλενουν κι απ'αυτην -ασφαλως και οχι, μαλλον το αντιθετο: με συμφιλιωνουν με εκεινη. Με τη λασπη μου, με τη δικια μου την καταδικια μου λασπη, με τα παραπονα μου και τα προβληματα μου, με τις δυσκολιες μου και με τις ευχες μου, με τις καλες και -κυριως- τις κακες συνηθειες μου, με την κασκαντερικη σταση μου στον ερωτα, με την ντραμα κουιν που -νομιζω ή που οντως- κρυβω μεσα μου,με το τρας που ντρεπομαι να παραδεχτω πως μου κανει παρεα απο καιρου εις καιρο, με το αυταποδεικτο του "εγω ειμαι" και τη ματαιοτητα του να το αποδειξω, με τα γαμοσταυρα και τα καλογουστα μου, με αυτα που εν ολιγοις ειτε καλοκρυβω ειτε καταπινω, διακινδευοντας να τα μετατρεψω στον καρκινο μου.

Κι ετσι καταφερνω να με δω απο αποσταση, να με γραψω λιγο εκει που δεν πιανει μελανι και να με σουλουπωσω, να με συμμαζεψω καπως για να μπορω να εξακολουθησω κι αμα λαχει να γινω και καλυτερη. Ή και χειροτερη, που ειναι μαλλον και πιο δυσκολο και πιο γοητευτικο.
Αλλα πρωτα και πανω απ' ολα, για να μπορω να ειμαι ετοιμη για οταν θα ερθει ο επομενος, ο μεγαλος ο ατελειωτος ο ολοκληρωτικα δικος μου για οσο αντεξει ερωτας. Παντα με την αγωνια στο ματι μηπως ο προηγουμενος ηταν αυτος ο ενας ο σωστος και γω τα σκατωσα και τοτε "πενθος αμετακλητο μετα"..

Καληνυχτα.


Πάλι

της Μαλβίνας Κάραλη

      Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.
 Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
 «Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».
 Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.
 Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»
 Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.
                       
 [Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157]

Monday, December 05, 2011

[Au revoir, 'συ μονο]

Καταγραφη figment, νουμερο εικοσιδυο, μερος δευτερο,
τιτλος "Au revoir, 'συ μονο"
[ή αλλιως "Οπτικοακουστικες Απουσιες"]


I'm on the edge
Of not wanting to feel this way anymore
 

Οχι, δεν το περιμενες. Θα το βγαλω απο μεσα μου, ελεγες, κι ολα καλα μετα. Τοσο που εχω κλαψει, ελεγες, θα σβησαν τα δακρυα τη φωτια. Το ξερω, ελεγες, δεν ειμαι θλιμμενη πια. Ελεγες. Ελεγες αλλα δεν ακουγες. Δε σε ακουγες. Και τι ν' ακουσεις δηλαδη; Τα ιδια και τα ιδια παλι; Τις σιωπες; Γιατι η αληθεια ειναι πως μπορει να θελεις να ξεχασεις, αλλα αυτο δε σημαινει οτι εισαι κι ετοιμη γι' αυτο. Γιατι η αληθεια ειναι πως αν ηθελες να κανεις εστω κι ενα πραγμα σωστο ολους αυτους τους μηνες, θα μαθαινες τουλαχιστον ιππασια. Για να μπορεις να καβαλας ολα αυτα τα "γιατι" που καλπαζουν μες στο δωματιο και να κοβεις βολτες μεσα στα 130 ευαερα και ευηλια τετραγωνικα μετρα της θλιψης σου.


Με τα πολλα, πειστηκες αν μη τι αλλο οτι και η λυπη εχει δικαιωμα στην κοινωνικοποιηση και βγηκες απ'το σπιτι. Για την ακριβεια, δε βγηκες απλως -μεχρι και χωρα αλλαξες για λιγο για να αλλαξεις παραστασεις, να ξεχαστεις. Τι παραμυθα αυτο το να ξεχαστεις. Να ξεχαστεις, αλλα οχι να ξεχασεις. Να ξεχαστεις, δηλαδη να ΣΕ ξεχασεις κι ας θυμασαι ολα τα αλλα. Ναι αλλα δεν κανουμε ετσι δουλεια. Γιατι δηλαδη να ξεχασεις εσενα, αλλα ολα τα υπολοιπα να τα κρατησεις με ευλαβεια στη συντηρηση; Για οταν θα ξαναγεννηθουν; Τυπου να κρατανε παρεα στο Γουωλτ Ντισνεϋ μεχρι νεοτερας; Παιδικοτητες.

"We have the choice to breathe and it's gonna be me" 

Βεβαια, αν ειναι να επιβιωσεις θα επιβιωσεις. Κι ετσι κι εγινε. Πηρες βεβαια κι ολες τις απαραιτητες αποστασεις ασφαλειας για να μειωσεις τον κινδυνο και τον πονο, βγηκες στους δρομους κι ειπες να το παιξεις οτι ζεις. Και καπως ετσι, χαζευοντας με τα φωτακια, τα φλυτζανακια, τις φιλικες φλυαριες, τα ονειρα που διακοπηκαν αποτομα, τα σχεδια για επαγγελματικη επιτυχια, τις παρελθουσες καταχρησεις και με το εξαιρετικα διακριτικα ερχομενο φθινοπωρο, επεσες πανω σε ενα καποιο φως. Μικροκαμωμενο και αχνο, αλλα φως. Που χαμογελαει με τα αστεια σου, που γκρινιαζει οπως ολοι οι φυσιολογικοι ανθρωποι για καθημερινα μικροπροβληματα, που σε ακουει με ευλαβεια και πραγματικο ενδιαφερον, που νιωθει πως ο χρονος που περναει μαζι σου, κατι του μαθαινει, που δε θυμιζει τιποτα απο τον επωδυνο, μεγαλων κυβικων, παθιασμενο πονο σου. Και ειπες "ωραια, τωρα αναπνευσε".
 

Χαμογελο. Τι παρεξηγημενη λεξη. Λεγεται χαμογελο γιατι γελα στο χαμο και τον κοροϊδευει. Γιατι δε σου ζηταει να ξεχασεις, αλλα να σου δωσεις μια δευτερη ευκαιρια. Κακα τα ψεματα, δεν μπορουσες, δε σκοπευες και δεν ηλπιζες να ξαναερωτευτεις. Να ηρεμησεις ηθελες. Με εναν καποιο που θα ειναι -για οσο- μοναχα δικος σου. Που θα γουσταρει αραια και πού να κοιμάται σπιτι σου. Που δε γουσταρει να σε πηδαει στα ορθια. Που εν πασει περιπτωση, δε θα σου πει το επομενο πρωι κανενα από τα εξης δυο γελοια τσιτατα: "ειχαμε πιει" ή "τα πραγματα δεν ειναι τοσο απλα κι η αληθεια ειναι οτι δεν ξερω τι θελω". Σορρυ, αυτα ειναι τρια τσιτατα. Οχι, δεν κυνηγουσες το μεγαλο ερωτα. Μια αμφιδρομη ειλικρινη συναναστροφη ηθελες -εστω και μετριοπαθη. Και πετυχε.


With a vengeance and a sense of belonging
to a long-coming victory 

Πετυχε στο βαθμο που αντεχες εσυ. Ειπες, κομμενα τα επικινδυνα, τα δυνατα αισθηματα, κομμενες οι ελπιδες και οι πολλες συζητησεις, αγαπητο μου ημερολογιο σημερα η συνεργασια μας ληγει, θα γεμισω την τελευταια σου σελιδα μ' ολα τα "σε θελω" και τα "για σενα καιγομαι" που δεν καταφερα να πω και θα προχωρησω. Χωρις σημειωσεις και οδηγιες χρησεως. Χωρις υστερογραφα και ανορθογραφες επιθυμιες. Δε θα γυρισει γι' αυτο και γω δεν εχω λογο να μενω στο ιδιο μερος φρεναρισμενη. Το ξερεις οτι αυτο ειναι το πιο δυσκολο κομματι της διαδικασιας: να μαθεις να μην ελπιζεις. Να μαθεις να ζεις και χωρις.

Δυσκολευτηκες αλλα εμαθες. Εμαθες τοσα καλα να μην ταραζεσαι καθε φορα που σου ερχεται μηνυμα πιστευοντας ηλιθιωδως εστω και για ενα κλα(σ)μα του δευτερολεπτου οτι θα ειναι ο Ξερεις-Ποιος, να μην ελπιζεις στα οποια σηματα καπνου, να μη μιλας γι' αυτο. Γι' αυτο που σε σημαδεψε. Κυριολεκτικα. Γιατι για σενα, ηταν ομορφα. Αλλα δεν ηταν για σενα. Εμαθες. Με πολλη προσπαθεια, αλλα εμαθες. Και κοντα στα σαραντα του συγχωρεμενου ερωτα, χτυπαει το κινητο. Σε πηρε η ζωη σου εξαγριωμενη να σου πει "ο,τι εμαθες, ξεχασε το." Μπουμ. Αντε τωρα να ξεθαβουμε νεκρους.


I found a letter that describes how the moonlight will lead me to the distant place that you will be
Η ερωτηση ειναι γιατι; Τι θες κι ανακατευεσαι με τις σταχτες; Επειδη εκανε προκοπη η Σταχτοπουτα, νομιζεις οτι θα συμβει και σε σενα; Ερχομαι, λοιπον, εγω, ο παραμελημενος εαυτος σου που εχει ανεχτει τα πανδεινα ολο αυτο το διαστημα και σε ρωτω: σε τι ελπιζεις και γιατι; Και θα σε παρακαλουσα να εισαι ειλικρινης.
-Τιποτα.
-Τιποτα; Πώς τιποτα;
-Τιποτα οπως τιποτα. Δεν ελπιζω τιποτα. Ετσι μ' αρεσει. Λατρευω το ακατορθωτο. Πες οτι αποφασισα να κατσω να μετρησω ολα τα αστερια, μονο και μονο απο ενα καπριτσιο να ξερω ποσα ειναι.


Αληθεια. Δεν περιμενω κατι. Αλλα μιας και τα ονειρα επεστρεψαν με την ιδια σφοδροτητα και μιας και -ετσι νομιζω τουλαχιστον- αντεχω ακομα, ετσι θα γινει. Οκ, ξεχαστηκα. Αλλα δεν ξεχασα. Κι αφου δε σε ξεχασα, θα το πιασω απ' την αρχη, θα μου πιω το αιμα, να δω ποσο αντεχω, να δω αν αξιζω τον κοπο. Εσβησα το μικρο φως, να μην το ξοδευω κι αδικα. Κι αρκουμαι σε μερικα αθωα παιχνιδια με σπιρτα ασφαλειας.


Don't ask
Know that it's understood
There's not enough of me


Ναι ξερω. Δεν εχει νοημα. Αλλα εγω ποτε δεν μπορουσα να κανω αλλιως. Το ακατορθωτο αποτελουσε παντα τον πιο σαγηνευικο προορισμο. Και δεν ειμαι και σιγουρη οτι εχει σημασια το τι μπορει να σου προσφερει ο αλλος. Σημασια εχει τι σου προσφερει αυτο που νιωθεις εσυ. Μια ιστορια αναμεσα σε δυο ανθρωπους συμβαινει με τεσσερις τροπους ταυτοχρονα. 


Τροπος πρωτος: η ιστορια συμβαινει οπως τη βιωσες εσυ.
Τροπος δευτερος: η ιστορια συμβαινει οπως τη βιωσε ο αλλος.
Τροπος τριτος: η ιστορια συμβαινει οπως τη βιωσατε κι οι δυο μαζι.
Τροπος τεταρτος: η ιστορια συμβαινει οπως τη βιωσαν οι τριτοι.
Κι οταν αυτη η ιστορια τελειωσει, τον μονο απο τους παραπανω τροπους που μπορεις να εμπιστευτεις, ειναι ο πρωτος. Γιατι το δευτερο δεν το εμαθες ποτε, γιατι τον τριτο οσο κι αν προσπαθησεις δε θα μπορεσεις ποτε να τον συλλαβεις με απολυτη αντικειμενικοτητα και ο τεταρτος δεν εχει καμια απολυτως εξουσια πανω σου.
Στον απολογισμο σου, επομενως, δεν εχεις το προνομιο να αναρωτηθεις ουτε "τι πηρα απο τον αλλο" ουτε "πού πηγε αυτο που ζησαμε" ουτε "καθενας στη θεση μου αυτο θα εκανε". Εχεις ομως το δικαιωμα να σε καθισεις κατω και να σε ρωτησεις "ποσα απο αυτα που ενιωσες και ειπες και εδειξες και εζησες τα εννοουσες";


From every point in space We've come to this place
So how can it not be fate When we were made this way


Γιατι, ναι οκ, σιγουρα κατι πηρες απο τον αλλον και σιγουρα κατι ζησατε και ασφαλως πολυς κοσμος εχει βρεθει ή θα βρεθει στη θεση σου. Αλλα αυτο που εχει σημασια ειναι οτι συνεβη/συμβαινει σε σενα. Και ναι, μπορει να ειναι απαισιο που ποτε δε θα μπορεσεις να πεις στον αλλο τι ενιωσες, μπορει να ειναι ανυποφορα επωδυνο που τα πραγματα δεν ηρθαν οπως θα ηθελες,
αλλα οπως και να 'χει καπως ηρθαν. Οσο εσυ τα σχεδιαζες αυτα συνεβαιναν. Οσο προγραμματιζες τι ΘΑ ελεγες, χρειαστηκε να μιλησεις πολλες φορες. Κι αυτα τα δυο, σ' αρεσουν δε σ' αρεσουν, φτιαχνουν μια ιστορια. Κι οχι μια ιστορια οποια κι οποια, αλλα μια δικια σου ιστορια.


Κι ισως να ηταν να γινουν ετσι τα πραγματα, ισως αυτος να ειναι ο δρομος.

Για να λεμε τα πραγματα με το ονομα τους, εχω καταληξει σε ενα και μοναδικο συμπερασμα: οτι δεν εχω καταληξει πουθενα.
Μπορει και τιποτα απο τα παραπανω και απο τα προηγουμενα να μην εχουν καμια απολυτως σημασια. Μπορει και γω να μην ξερω τι θελω να πω. Μπορει και ολα αυτα να μην ηταν παρα μια κακη δικαιολογια για την παρουσιαση ενος δισκου κι ενος ζωγραφου. Κι αυτο μπορει να μην ειναι τιποτα περισσοτερο απο ενα κακο φιναλε σε κειμενο.
Ή και οχι.